- φιλόψυχρος
- -ον, Α(συν. για φυτά) αυτός που αγαπά το ψύχος, που ευδοκιμεί στο ψύχος («δένδρα φιλόψυχρα», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ψυχρός (πρβλ. ὑπέρ-ψυχρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόψυχρος — loving the cold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψυχρος — η, ο αυτός που αγαπάει το ψύχος, που ευδοκιμεί σε χαμηλή θερμοκρασία: Φιλόψυχρα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόψυχρον — φιλόψυχρος loving the cold masc/fem acc sg φιλόψυχρος loving the cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψυχρότατος — φιλόψυχρος loving the cold masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψυχρα — φιλόψυχρος loving the cold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)